Manos Ioannidis,
For the theatricality of the face
Art is what is left
from the face of God
“… My first exhibition was in 1973 at the Art Room at Macedonia Hall of the Anatolia American College of Thessaloniki when I was assigned to decorate the classroom for my class’s graduation ceremony, where I made cartoons of all our teachers in dimensions each 100×150 cm. On cardboard with pen … “
This is what Manos Ioannidis from Thessaloniki says in a recent interview, a very special painter, who, having lived intensely, with risk and without awareness of danger, can transfer this life and these experiences to them equally intensely, sometimes aggressively and sometimes tenderly. , colors. Because there is no greater risk and more extreme risk of life than art itself. And Manos Ioannidis knows this well. He learned it from a very early age by watching his teacher at “Anatolia” George Parali, a mythical figure of the so-called School of Thessaloniki. Another similar one was my friend Costas Lachas.
Many consider art to be pleasantly painless. But the truth is that true art, regardless of evaluations or personal choices, if it is not painful, still does not want to be perceived as just “pleasant”. True art, which is not enough as a decorator, (wants to) challenge the established view of the world. He does not want to function as a photograph of this world but rather as an x-ray of it. Thus, the fanatical portrait painter Manos Ioannidis insists with his painting, in his best works in my opinion, on that other similarity that does not simply flatter but “reveals” the person being portrayed. With forms that, although often starting from a photograph and initially seeking realistic fidelity, nevertheless subvert or dissolve this very similarity of persons in order to highlight their invisible personality. The deepest is theirs. This is the case, for example, in portraits of his wife or artists he admires, such as Charlotte or Daly.
That is why I argue that while Manos Ioannidis himself considers himself a manic portrait painter, he is a deeply sensitive and perceptive psychographer. By means of painting of course. That is, it transfers to the painting surface not so much the face as the psyche of the depicted. Better, the deepest and most essential version. Through an explosion of colors that do not “say but mean”. Looking for our deepest face. What he never recorded, no photo. And which we certainly ignore as much as we have recorded it through countless photos. Who is our face after all? The photo of the sixth grade, the photo of the police ID, the degree, the other one, the wedding smile or maybe the one we took with wine and red eyes in a bouzouki shop at a mature age? Who is our face after all? Do we have one and only one person or many? Or, maybe none? And is our only face what art can save? In this case, painting, sculpture and not photography? Because that’s what it’s about.
Manos Ioannidis adamantly shows that the face (of us) is more of a free, improvised composition than a measured and measurable construction. Our face, whether we endure it or not, is more poetic arbitrariness than a logical and rational record.
But what does it mean to be portrayed? What does the desire, better, the hysteria of our time, mean with the constant immortalization of our face? What does selfie madness mean? Does it mean: I am immortalized, so I anxiously overcome death? Or, otherwise I abolish him, at least as far as I am concerned, as another painter and poet, Nikos Eggonopoulos, would say? Or, at least, do I postpone it? Does art have such power? Manos Ioannidis with his portraits, which are indirect references to his own life and his loves, which are also the proof of his devotion to painting, proves it brilliantly.
So here, above all, we have the ironic comment of a non-negotiable documentary-narrative painter in the so-called athematic or abstract art but also the reminder that a single person is enough to unfold a story. And that without a myth as a basis, even the most commonplace, there can be not only painting but no art form. Since art was and is what was insisted today by God … And His Face.
Manos Stefanidis
Manos Stefanidis
Art Critic and Art Historian, Author.
Professor of Art History at the National Kapodistrian University of Athens
Curator at the National Gallery.
Μάνος Ιωαννίδης,
Για την θεατρικότητα του προσώπου
Τέχνη είναι ό, τι απόμεινε
απ’ το πρόσωπο του Θεού
“…Η πρώτη μου έκθεση ήταν το 1973 στο Art Room στο Macedonia Hall του Αμερικανικού Κολλεγίου Anatolia όταν μου ανέθεσαν την διακόσμηση της αίθουσας για την τελετή της αποφοίτησης της τάξης μου, όπου έκανα τις γελοιογραφίες όλων των καθηγητών μας σε διαστάσεις η κάθε μία 100Χ150 εκ. σε χαρτόνι με πενάκι …”
Αυτά λέει σε μία πρόσφατη συνέντευξή του ο θεσσαλονικιός Μάνος Ιωαννίδης, ένας πολύ ιδιαίτερος ζωγράφος, ο οποίος έχοντας ζήσει έντονα, με ρίσκο και χωρίς επίγνωση κινδύνου, μπορεί αυτή τη ζωή και αυτές τις εμπειρίες να τις μεταφέρει σε εξίσου έντονα, άλλοτε επιθετικά κι άλλοτε τρυφερά, χρώματα. Επειδή δεν υπάρχει μεγαλύτερη διακινδύνευση και πιο ακραίο ρίσκο ζωής από την τέχνη την ίδια. Κι αυτό ο Μάνος Ιωαννίδης το γνωρίζει καλά. Το έμαθε εξάλλου από πολύ νωρίς παρακολουθώντας τον καθηγητή του στο “Ανατόλια” Γιώργο Παραλή, μια μυθική φιγούρα της, λεγόμενης, Σχολής της Θεσσαλονίκης. Ένας άλλος, ανάλογος ήταν ο φίλος μου Κώστας Λαχάς.
Οι πολλοί θεωρούν την τέχνη κάτι ευχάριστα ανώδυνο. Η αλήθεια όμως είναι πως η αληθινή τέχνη, ασχέτως αξιολογήσεων ή προσωπικών επιλογών, αν δεν είναι επώδυνη, πάντως δεν θέλει να εκλαμβάνεται σαν απλώς “ευχάριστη”. Η αληθινή τέχνη, αυτή που δεν αρκείται σε ρόλο διακοσμήτριας, (θέλει να) αμφισβητεί την κατεστημένη άποψη περί κόσμου. Δεν επιθυμεί να λειτουργεί ως φωτογραφία του κόσμου αυτού αλλά μάλλον σαν ακτινογραφία του. Έτσι κι ο φανατικός προσωπογράφος Μάνος Ιωαννίδης επιμένει με τη ζωγραφική του, στα καλύτερα κατά τη γνώμη μου έργα του, σ’ εκείνη την άλλη ομοιότητα που δεν κολακεύει απλά αλλά “αποκαλύπτει” τον προσωπογραφούμενο. Με φόρμες οι οποίες αν και έχουν συχνά αφετηρία μια φωτογραφία και αρχικά επιδιώκουν την ρεαλιστική πιστότητα, εντούτοις, ανατρέπουν ή διαλύουν αυτήν ακριβώς την ομοιότητα των προσώπων για να αναδείξουν την, αθέατη, προσωπικότητα τους. Το βαθύτερο είναι τους. Αυτό συμβαίνει ας πούμε στα πορτρέτα της γυναίκας του ή καλλιτεχνών που θαυμάζει όπως είναι ο Σαρλό ή ο Νταλί.
Γι’ αυτό και υποστηρίζω ότι ενώ ο ίδιος ο Μάνος Ιωαννίδης θεωρεί τον εαυτό του μανιακό προσωπογράφο, κατά βάθος είναι ευαίσθητος και οξυδερκής ψυχογράφος. Με τα μέσα βέβαια της ζωγραφικής. Δηλαδή μεταφέρει στη ζωγραφική επιφάνεια όχι τόσο το πρόσωπο όσο τον ψυχισμό του εικονιζόμενου. Καλύτερα, την πιο βαθιά και ουσιαστική εκδοχή του. Μέσα από μια έκρηξη χρωμάτων που δεν “λέγουν αλλά σημαίνουν”. Ψάχνοντας για το βαθύτερο πρόσωπο μας. Αυτό που δεν κατέγραψε ποτέ, καμία φωτογραφία. Και το οποίο ασφαλώς αγνοούμε όσο και το έχουμε καταγράψει μέσα από αμέτρητες φωτογραφίες. Ποιό είναι τελικά το πρόσωπο μας; Η φωτογραφία της έκτης δημοτικού, εκείνη της αστυνομικής ταυτότητας, του πτυχίου, η άλλη, η χαμογελαστή του γάμου ή μήπως αυτή που βγάλαμε οινόφλυγες και με κόκκινα μάτια σ’ ένα μπουζουξίδικο σε ώριμη ηλικία; Ποιό είναι τελικά το πρόσωπο μας; Έχουμε δηλαδή ένα και μοναδικό πρόσωπο ή πολλά; Ή, μήπως κανένα; Και το μόνο μας πρόσωπο είναι αυτό που μπορεί να διασώσει η τέχνη; Εν προκειμένω η ζωγραφική, η γλυπτική κι όχι η φωτογραφία; Γιατί περί αυτού πρόκειται.
Ο Μάνος Ιωαννίδης προσφυώς δείχνει πως το πρόσωπο (μας) είναι περισσότερο μία ελεύθερη, αυτοσχεδιαστική σύνθεση παρά μια μετρημένη και μετρήσιμη κατασκευή. Το πρόσωπο μας, είτε το αντέχουμε είτε όχι, είναι περισσότερο ποιητική αυθαιρεσία παρά λογική και εκλογικευμένη καταγραφή.
Τί σημαίνει όμως προσωπογραφούμαι; Τί σημαίνει η επιθυμία, καλύτερα, η υστερία της εποχής μας, με τις συνεχείς απαθανατίσεις του προσώπου μας; Τί σημαίνει η τρέλα των σέλφις; Μήπως σημαίνει: Απαθανατίζομαι, άρα αγωνιωδώς υπερβαίνω τον θάνατο; Ή, αλλιώς τον καταργώ, τουλάχιστον ως προς εμέ, όπως θα έλεγε κι ένας άλλος ζωγράφος και ποιητής, ο Νίκος Εγγονόπουλος; Ή, έστω, τον αναβάλω; Διαθέτει μια τέτοια δύναμη η τέχνη; Ο Μάνος Ιωαννίδης με τα πορτρέτα του, που είναι έμμεσες αναφορές στη ζωή του την ίδια και τις αγάπες του, που είναι επίσης η απόδειξη της αφοσίωσης του στη ζωγραφική, το αποδεικνύει γλαφυρά.
Άρα εδώ, πάνω από όλα, έχουμε το ειρωνικό σχόλιο ενός αδιαπραγμάτευτα παραστατικού – αφηγηματικού ζωγράφου στην λεγόμενη αθεματική ή αφηρημένη τέχνη αλλά και η υπενθύμιση πως αρκεί ένα και μόνο πρόσωπο για να ξετυλιχτεί μια ιστορία. Και πως χωρίς έναν μύθο ως βάση, έστω και τον πιο κοινότοπο, δεν μπορεί να υπάρξει όχι μόνο η ζωγραφική αλλά καμία μορφή τέχνης. Αφού τέχνη ήταν και είναι ό, τι επέμεινε σήμερα από τον Θεό… Και το Πρόσωπο Του.
Μάνος Στεφανίδης
Μάνος Στεφανίδης
Κριτικός Τέχνης και Ιστορικός Τέχνης, Συγγραφέας.
Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Επιμελητής στην Εθνική Πινακοθήκη.